Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κοκκινωπόν, τό


Ερμηνεία:

 [κοκκινωπός, -ή, -όν (αυτός που έχει χρώμα υπέρυθρο ή χρώμα που τείνει να μοιάζει προς το ερυθρό][βλ. κοκκινάδι]



Ετυμολογία:

Όμηρ.) κόκκος (ο πυρήνας των καρπών, το σπειρί του ροδιού) .από ορισμένους κόκκους πρίνου έβγαζαν το ερυθρό χρώμα]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... Ἦτο μεγαλόσωμον μὲ κοκκινωπὸν σποδοβάϊον* τρίχωμα, ὅλως ἀσυνήθους χρώματος [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)] .



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: